εφύπνιος

εφύπνιος
ἐφύπνιος, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ-ύπνιος, καθ-ύπνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”